- εὐκοινωνησία
- εὐκοινωνησίᾱ , εὐκοινωνησίαgood fellowshipfem nom/voc/acc dualεὐκοινωνησίᾱ , εὐκοινωνησίαgood fellowshipfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκοινωνησία — εὐκοινωνησία, ἡ (Α) [ευκοινώνητος] το να είναι κάποιος ευκοινώνητος, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα … Dictionary of Greek
εὐκοινωνησίας — εὐκοινωνησίᾱς , εὐκοινωνησία good fellowship fem acc pl εὐκοινωνησίᾱς , εὐκοινωνησία good fellowship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκοινωνησίαν — εὐκοινωνησίᾱν , εὐκοινωνησία good fellowship fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)